συοθήρας

συοθήρας
ὁ, Α
1. κυνηγός αγριόχοιρων
2. ως κύριο όν. Συοθήρας
τίτλος ποιήματος τού Στησιχόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -θήρᾱς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συοθῆραι — συοθήρας boar hunter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συοθήραις — συοθήρας boar hunter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”